ἐπευθυμέω
  • Meaning: to rejoice at
  • Concord:

    NT: _
    LXX: _
    Apocrypha: Wis 18:6
    Apostolic Fathers: _

  • Forms:
    • ἐπευθυμήσωσι(ν) Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
ἐπευθυμήσωσι, ἐπευθυμήσωσιν
ἐπευκτή
ἐπευκτός
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: longed for, blessed, welcomed
  • Forms:
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἐπευκτόςἐπευκτήἐπευκτόν
GENἐπευκτοῦἐπευκτῆς
ἐπευκτής
ἐπευκτοῦ
DATἐπευκτῷἐπευκτῇἐπευκτῷ
ACCἐπευκτόνἐπευκτήνἐπευκτόν
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἐπευκτοίἐπευκταίἐπευκτά
GENἐπευκτῶνἐπευκτῶνἐπευκτῶν
DATἐπευκτοῖςἐπευκταῖςἐπευκτοῖς
ACCἐπευκτούςἐπευκτάςἐπευκτά
ἐπεύξασθαι
ἐπεύχεσθαι
ἐπεύχομαι
  • Meaning: to pray
  • Forms:
    • ἐπεύξασθαι Verb: Aor Mid Infin
    • ἐπεύχεσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin