- urge
-
- ἀναγκάζω
- ἐπείγω
- κατασπεύδω
- κελεύω
- παραβιάζομαι
- παραινέω
- παρακαλέω
- προφέρω
- πρόσκειμαι
- προτρέπω
- σωφρονίζω
- urge (something) insistently
- ἐνισχύω
- urge along
- παρακελεύω
- παροτρύνω
- urge forward
- ἐπείγω
- urge further
- ἐπισπεύδω
- urge on
- ἐπισείω
- ἐπισπεύδω
- ἐπισπουδάζω
- ἐπιτείνω
- ἐποτρύνω
- ὀτρύνω
- παρορμάω
- παροξύνω
- σπεύδω
- help to urge on
- συνεξορμάω
- urge to follow
- ὀπάζω
- urge to sit down
- καθιδρύω
- urge war against
- ἀντιπολεμέω