- rebel
-
- ἀποστατέω
- ἀποστάτης
- ἀποστάτις
- στασιαστής
- στασιάζω
- cause to rebel
- ἀφίστημι
- rebel with
- συναφίστημι
- rebellion
-
- ἀντιλογία
- ἀποστασία
- νεωτερισμός
- παραπικρασμός
- στάσις
- ταραχή
- rise in rebellion
- στασιάζω
- ἐπανίστημι
- rebellious
-
- ἀνυπότακτος
- ἀπειθής
- ἑτεροκλινής
- rebellious person
- ἐρέθισμα
- ἐρεθιστής
- to be rebellious
- αὐτομολέω
- παραπικραίνω
- rebuild
-
- ἀνοικοδομέω
- ἀνορθόω
- to be rebuilt
- ἀνοικοδομέω