κατήγαγε, κατήγαγεν
κατήγαγες
κατήγαγον
  • Parse:
    • Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
    • Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
  • Root: κατάγω
κατηγγείλαμεν
κατήγγειλαν
κατηγγέλη
κατηγγελκέναι
κατήγγελλε, κατήγγελλεν
κατήγγελλον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: καταγγέλλω
κατηγγελμένην
κατηγγελμένος
κατῆγεν
  • Parse: Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
  • Root: κατάγω
κατηγλάϊστο
κατηγορεῖ, κατηγόρει
κατηγορεῖν
κατηγορεῖσθαι
κατηγορεῖται
κατηγορεῖτε
κατηγορείτωσαν
κατηγορέω
  • Meaning:
    • to accuse, object, speak against, denounce
    • to charge with some offence, bring charges
    • to prosecute, indict
    • to be a plaintiff
  • Forms:
Present
  • κατηγορουμένοις Part: Pres Mid/Pass Dat Plur Masc/Neut
  • κατηγορεῖ Verb: Pres/Imperfect Act Ind 3rd Sing
  • κατηγορεῖν Verb: Pres Act Infin
  • κατηγορεῖσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
  • κατηγορεῖται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • κατηγορεῖτε Verb: Pres Act Ind 2nd Plur
  • κατηγορείτωσαν Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
  • κατηγοροῦμεν Verb: Pres Act Ind 1st Plur
  • κατηγορούμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
  • κατηγοροῦντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • κατηγορούντων Part: Pres Act Gen Plur Masc
  • κατηγοροῦσι Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
  • κατηγοροῦσιν Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
  • κατηγορῶν Part: Pres Act Nom Sing Masc
  • κατηγοροῦντος Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
Imperfect
  • κατηγόρουν Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • κατηγόρουν Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
Future
  • κατηγορήσουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
  • κατηγορήσω Verb: Fut Act Ind 1st Sing
Aorist
  • κατηγορήθη Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • κατηγορήσαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
  • κατηγορῆσαι Verb: Aor Act Infin
  • κατηγορήσωσι(ν) Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • κατηγόρησαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
  • κατηγόρησε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
Perfect
  • κατηγορημένων Part: Perf Mid/Pass Gen Plur Masc
κατηγορήθη
κατηγόρημα
  • Parse:
    • Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • accusation, charge
  • Forms:
    • κατηγορήματος Noun: Gen Sing Neut
κατηγορήματος
κατηγορημένων
κατηγορῆσαι
κατηγόρησαν
κατηγορήσαντες
κατηγόρησε, κατηγόρησεν
κατηγορήσουσι, κατηγορήσουσιν
κατηγορήσω
κατηγορήσωσι, κατηγορήσωσιν
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • Root: κατηγορέω
κατηγορία
  • Meaning: accusation, a complaint i.e., criminal charge
  • Note: origin of English word "category"
  • Forms:
κατηγορίας
κατηγορίᾳ
κατηγορίαν
κατήγοροι
κατηγόροις
κατήγορος
  • Meaning:
    • accuser
    • against one in the assembly, i.e., a complainant at law; esp., Satan
κατηγοροῦμεν
κατηγορουμένοις
κατηγορούμενος
κατηγόρουν
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: κατηγορέω
κατηγοροῦντες
κατηγοροῦντος
κατηγορούντων
κατηγόρους
κατηγοροῦσι, κατηγοροῦσιν
κατηγορῶν
κατηγωνίσαντο
κατηγωνίσατο
κατηγώνιστο
κατήγωρ
  • Meaning: accuser
κατῄει
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to go down, come down
  • Root:κάτειμι
κατῄκιζον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: καταικίζω
κατηκόντισε, κατηκόντισεν
κατηκούσαμεν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 1st Plur
  • Meaning:
    • to hear and obey
  • Root:κατακούω
κατηκροᾶτο
κατήλειψε, κατήλειψεν
κατήλεσε, κατήλεσεν
κατῆλθε, κατῆλθεν
κατῇλθες
κατήλθομεν
κατῆλθον
κατηλλάγημεν
κατήλλαξε, κατήλλαξεν
κατημαξευμένας
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Gen Sing Fem
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Fem
  • Meaning:
    • to travel by wagon
  • Root:ἁμαξεύω
κατηναλώθη
κατηνάλωσε
κατήνεγκα
κατήνεγκαν
κατήνεγκε, κατήνεγκεν
κατηνέχθη
κατήντηκεν
κατηντήσαμεν
κατήντησαν
κατήντησε, κατήντησεν
κατηντιβόλουν
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Meaning:
    • to meet by chance
  • Root:ἀντιβολέω
κατηξιώθη
κατηξιώθημεν
κατηξιώθην
  • Parse:
    • Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
    • Verb: Aor Pass Ind 1st Sing
  • Root: καταξιόω
κατηξιώθησαν
κατηξιωμένους
κατηξιωμένων
κατηξιώσαμεν
κατηξίωσεν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
    • Verb: FutPerf Act Infin
  • Root: καταξιόω
κατηξίωται
κατηξίωτο
  • Parse:
    • Verb: PluPerf Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • Verb: Imperf Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Root: καταξιόω
κατήπειξεν
κατηραμένην
κατηραμένοι
κατηραμένοις
κατηραμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: καταράομαι
κατηρασάμην
κατηράσαντο
κατηράσατο
κατηράσω
κατηργάσασθε
κατηργάσω
κατηργήθημεν
κατηργήθητε
κατήργηκα
κατήργησαν
κατήργησεν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
    • Verb: FutPerf Act Infin
  • Root: καταργέω
κατήργηται
κατηργυρωμένοι
κατηριθμημένοι
κατηριθμημένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: καταριθμέω
κατηριθμημένος
κατῆρξαν
κατήρξατο
κατηρτίσαντο
κατηρτίσατο
κατηρτίσθαι
κατηρτίσθη
κατηρτισμένα
κατηρτισμένη
κατηρτισμένοι
κατηρτισμένος
κατηρτισμένους
κατηρτίσω
κατηρῶντο
κατήσθιε, κατήσθιεν
κατήσθιον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
  • Meaning: to eat up, devour
  • Root: κατεσθίω
κατησφαλίσαντο
κατησφαλισμένοι
κατῃσχυμμένος
κατῄσχυνας
κατῃσχύνατε
κατῄσχυνε, κατῄσχυνεν
κατῃσχύνθη
κατῃσχύνθημεν
κατησχύνθην
κατῃσχύνθης
κατῃσχύνθησαν
κατησχύνοντο
κατῄσχυνται
κατηύγαζε, κατηύγαζεν
κατηύθυναν
κατηύθυνας
κατηύθυνε, κατηύθυνεν
κατήφεια
  • Meaning: gloominess, dejection, heaviness, demureness, sadness
  • Forms:
κατήφειαν
κατηφῆ
  • Parse:
    • Adj: Nom/Acc Plur Neut
    • Adj: Acc Sing Masc/Fem
  • Root: κατηφής
κατηφής
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: downcast, sad, gloomy, sorrowful, humiliated, disgraced
  • Forms:
κατηχεῖν
κατηχέω
  • Meaning:
    • to inform, report
    • to instruct, teach (by word of mouth)
    • to sound down into the ears, i.e., (by implication) to indoctrinate
    • genitive caseto apprise of
  • Note: origin of English word "catechize"
  • Forms:
    • κατηχουμένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur MFN
    • κατηχουμένους Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Masc
    • κατηχουμένη Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
    • κατηχεῖν Verb: Pres Act Infin
    • κατήχηθης Verb: Aor Pass Ind 2nd Sing
    • κατηχημένος Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
    • κατήχηνται Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Plur
    • κατηχήθησαν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
    • κατηχήσω Verb: Aor Act Subj 1st Sing
    • κατηχούμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
    • κατηχοῦντι Part: Pres Act Dat Sing Masc
    • κατηχηθέντος Part: Aor Pass Gen Sing Masc/Neut
κατήχηθης
κατηχήθησαν
κατηχημένος
κατήχηνται
κατηχήσει
κατηχήσεως
κατήχησις
  • Meaning:
    • oral instruction; instruction by word of mouth
  • Forms:
    • κατηχήσεως Noun: Gen Sing Fem
    • κατηχήσει
    • Noun: Dat Sing Fem
κατηχήσω
κατήχθη
κατήχθημεν
κατήχθησαν
κατηχουμένη
κατηχούμενος
κατηχουμένους
κατηχουμένων
κατηχοῦντι