επαδ-
ε
εα-
εβ
εγ
εδ
εζ
εθ
ει
εκ
ελ
εμ
εν
εξ
εο
επ
επα-
επαγ-
επαδο-
επαδω-
επαε-
επαθ-
επαι-
επακ-
επαλ-
επαμ-
επαν-
επαξ-
επαο-
επαπ-
επαρ-
επασ-
επατ-
επαυ-
επαφ-
επαχ-
επε-
επη-
επι-
επλ-
επν-
επο-
επρ-
επτ-
επυ-
επω-
ερ
εσ
ετ
ευ
εφ
εχ
εψ
εω
ἐπᾴδοντι
Parse:
Part: Pres Act Dat Sing Masc/Neut
Root:
ἐπαείδω
ἐπᾳδόντων
Parse:
Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
Root:
ἐπαείδω
ἐπᾴδω
Meaning:
to sing as an incantation, use charms, use incantations
to act as an enchanter, snake-charmer
Forms:
ἐπᾷσαι
Verb: Aor Act Infin