aba
Aba-
Aba
Aban-
Abas-
Abat-
abandon
ἐγκαταλείπω
ἐκλιμπάνω
ἐκτίθημι
ἐξερημόω
ἐρημόω
καταλείβω
καταλείπω
λειποτακτέω
προΐημι
abandon oneself
ἐκχέω
abandoned (infants)
ἔκθετος
abandonment
ἀποστασία
ἔκλειψις
προδοσία
abase
συστέλλω
ταπεινόω
abasement
ταπεινότης
abash
to be abashed
ἐρυθριάω
προσερυθριάω
Also see
unabash
abate
κοπάζω
abate from
λήγω