- bite
-
- δάκνω
- δῆγμα
- μασάομαι
- bite together
- συνδάκνω
- one who bites in secret
- λαθροδήκτης
- biting
- βρυγμός
- bitten by a serpent
- ὀφιόδηκτος
- bitter
-
- αὐστηρός
- πικρός
- taste bitter
- πικράζω
- to be bitter
- πικραίνω
- very bitter
- κατάπικρος
- περίπικρος
- bitter anger
- χόλος
- bitter feeling
- πικρασμός
- bitter herb
- πικρίς
- bitter look
- περίπικρος