abi
Abi
Abi
Abid-
Abil-
abide
ἀγραυλέω
ἀνέχω
αὐλίζω
διαμένω
διατρίβω
ἔμμονος
ἐπισκηνόω
καταγίνομαι
καταμένω
μένω
παραμένω
ability
δύναμις
ἐνδεχομένως
εὐπορέω
ἐξουσία
ἱκανότης
ἰσχύς
λαλητός
Also see
inability