- quell
-
- κατασβέννυμι
- quell (a riot)
- καταστέλλω
- quench
-
- ἀποσβέννυμι
- κατασβέννυμι
- μαραίνω
- σβέννυμι
- not to be quenched
- ἄσβεστος
- quenching
- σβεστικός
- question
-
- ἀνακρίνω
- ἀνέρομαι
- ἀνερωτάω
- ἐκζήτησις
- ἐπερωτάω
- ἐπερώτημα
- ἐπερώτησις
- ἐρωτάω
- ἐρώτημα
- ἐξετάζω
- προβάλλω
- ζήτημα
- question closely
- ἀποστοματίζω
- question intently
- διερωτάω
- impossible to be questioned
- ἀνεξέλεγκτος
- questioning
- ἐπερώτησις
- Also see unquestioned