βοο-
βα
βδ
βε
βη
βι
βλ
βο
βοα-
βοβ-
βοε-
βοη-
βοθ-
βοι-
βολ-
βομ-
βοοζ-
βοοσ-
βορ-
βοσ-
βοτ-
βου-
βοω-
βρ
βυ
βω
βοοζύγιον
Parse:
Noun: Nom/Acc Sing Neut
Meaning:
ox-yoke
Forms:
βοός
Parse:
Noun: Gen Sing Masc/Fem
Root:
βοῦς