αποσι-
αα
αβ
αγ
αδ
αε
αζ
αη
αθ
αι
ακ
αλ
αμ
αν
αξ
αο
απ
απα-
απε-
απη-
απι-
απλ-
απν-
απο
αποσ-
αποσα-
αποσβ-
αποσε-
αποση-
αποσιω-
αποσκ-
αποσο-
αποσπ-
αποστ-
αποσυ-
αποσφ-
αποσχ-
απρ-
απτ-
απυ-
απω-
αρ
ασ
ατ
αυ
αφ
αχ
αψ
αω
ἀποσιωπάω
Meaning:
to keep quiet, cease speaking, maintain silence
Forms:
ἀπεσιώπησαν
Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur