κοκκάριον
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning: little grain (of hailstone)
  • Forms:
Neuter
 SingularPlural
NOMκοκκάριονκοκκάρια
GENκοκκαρίουκοκκαρίων
DATκοκκαρίῳκοκκαρίοις
ACCκοκκάριονκοκκάρια
κόκκινα
κοκκίνην
κόκκινον
κόκκινος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Adjectival Meaning:
    • scarlet, red
  • Substantival Meaning:
    • scarlet wool, scarlet thread
  • Forms:
Singular
 MascFemNeut
NOMκόκκινοςκοκκίνηκόκκινον
GENκοκκίνουκοκκίνηςκοκκίνου
DATκοκκίνῳκοκκίνῃκοκκίνῳ
ACCκόκκινονκοκκίνηνκόκκινον
VOCκόκκινεκοκκίνηκόκκινε
Plural
 MascFemNeut
NOMκόκκινοικόκκιναικόκκινα
GENκοκκίνωνκοκκίνωνκοκκίνων
DATκοκκίνοιςκοκκίναιςκοκκίνοις
ACCκοκκίνουςκοκκίναςκόκκινα
VOCκόκκινοικόκκιναικόκκινα
κοκκίνου
κοκκίνῳ
κόκκον
κόκκος
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • red object, scarlet object (e.g., scarlet clothing)
    • seed, a kernel of seed, grain, corn
κόκκου
κοκκύζω
  • Meaning: crow of a rooster, cock-a-doodle-doo
κόκκῳ
κόκκων