δένδρα
δένδρει
δένδρεσι, δένδρεσιν
δένδρον
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning: tree
  • Forms:
δένδρος
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: tree
δενδροτομέω
δένδρου
δένδρῳ
δένδρων