- cook
-
- ἀποτηγανίζω
- μαγείρισσα
- μάγειρος
- πέπτω
- περυσινός
- chief cook
- ἀρχιμάγειρος
- to be cook
- μαγειρεύω
- cook meat
- μαγειρεύω
- half cooked
- ἡμίεφθος
- cooked food
- ὄψον
- cooking (food)
- πέψις
- Also see uncooked
- co-operate
-
- συναντιλαμβάνομαι
- συνεργέω
- cooperate with
- συμποιέω