dil
Dil
dila-
dili-
dill-
dilatation
πλατυσμός
dilate
διαπλατύνω
diligence
προσεδρεία
σπουδή
diligent
σπουδαῖος
ἀνδρεῖος
to be diligent
σπουδάζω
diligent study
πραγματεία
diligently
ἀκριβῶς
ἐπιμελῶς
φιλοτίμως
σπουδαίως
dill
κύμινον
ἄνηθον
dilute
See
undiluted