πεύκας
πεύκη
  • Meaning: pine, fir
  • Forms:
Feminine
 SingularPlural
NOMπεύκηπεῦκαι
GENπεύκηςπευκῶν
DATπεύκῃπεύκαις
ACCπεύκηνπεύκας
VOCπεύκηπεῦκαι
πεύκῃ
πεύκην
πεύκινα
πευκίναις
πευκίνοις
πεύκινος
  • Meaning: of pine (tree), pine-wood
  • Forms:
    • πεύκινα Adj: Nom/Acc Plur Neut
    • πευκίναις Adj: Dat Plur Fem
    • πευκίνοις Adj: Dat Plur Neut
    • πευκίνων Adj: Gen Plur MFN
πευκίνων
πεῦσις
πεύσομαι
πευσόμενος