cos
Cos
cosl-
cost-
cosu-
co-slave
σύνδουλος
cost
δαπάνη
δαπάνημα
incur cost
δαπανάω
cost of labour
κάτεργον
costless
ἀδάπανος
costliness
τιμιότης
costly
λιπαρός
πολυτελής
τίμιος
very costly
πολύτιμος
costume
καταστολή
co-survive
συζάω