cav
Cav
cava-
cave-
cavi-
cavalry
ἴλη
ἵππος
cavalry commander
ἵππαρχης
cavalry force
ἱππικός
cavalryman
ἱππεύς
cave
ἄντρον
βόθυνος
μάνδρα
ὀπή
πέτρα
σειρός
σιρός
σπήλαιον
τρώγλη
full of caves
ἀντρώδης
cave-like
ἀντρώδης
cavern
ὀπή
σπήλαιον
τρώγλη
cavity
κοιλία
κοίλωμα
κόλπωμα
scooped out cavity
ἀναγλυφή