oi
Oi
oil-
oin-
oil
ἀλείφω
ἄλειμμα
ἔλαιον
λιπαίνω
olive oil
πιότης
perfumed oil
μύρον
vessel to pour oil into a lamp
ὑποχύτηρ
oil of myrrh
στακτή
oily
λιπαρός
ointment
ἀλάβαστρος
ἀλοιφή
μύρον
σμῆγμα
box of ointment
ἐξάλειπτρον
ointment box or flask
ἀλάβαστρος