κατέξαινε
κατέξανε, κατέξανεν
κατεξήρανε, κατεξήρανεν
κατεξουσιάζουσιν
κατεξουσιάζω
  • Meaning:
    • to exercise authority
    • to have full privilege over
    • to wield full privilege over
  • Forms:
    • κατεξουσιάζουσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
κατεξυσμένη